- θρόμβος
- ο (ΑΜ θρόμβος)1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς2. σταγόνα, στάλααρχ.1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή το άτριφτο αλάτι) όγκος, κομμάτι2. θηλή, ρώγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο που ανάγεται σε ΙE *dhrombhos και συνδέεται με το τρέφω < ΙE *dhrebh-, το οποίο αρχικά σήμαινε «κάνω ή αφήνω κάτι να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει», πράγμα που ταιριάζει στο θρόμβος με σημ. «μάζα που έχει αυξηθεί». Στη ρίζα *dhrombh- (< θρόμβος) έχει συμβεί αποδάσυνοη λόγω τής υπάρξεως τού εκφραστικού έρρινου -m- (πρβλ. θάμβος - ταφείν, στρόμβος -στρέφειν). Η σύνδεση τής λ. με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. ισλ. drambr «κλάδοι μέσα στο δάσος», αρχ. νορβ. dramb «υπερηφάνεια» κ.ά.) είναι αμφίβολη.ΠΑΡ. θρομβούμαιαρχ.θρομβείον, θρομβίοννεοελλ.θρομβάση, θρομβίνη, θρομβώδης.ΣΥΝΘ. θρομβοειδήςνεοελλ.θρομβαγγειίτιδα, θρομβογόνο, θρομβοκινάση, θρομβοφλεβίτιδα].
Dictionary of Greek. 2013.